Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Κρίση...

Και αν το 1998 τα πράγματα ήταν καλύτερα στο ποτάμι από ότι σήμερα, τι μπορεί να πει κανείς για τους ανθρώπους και τον τρόπο ζωής στο χωριό;  Το κύριο επάγγελμα των κατοίκων ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και αυτό ήταν αρκετό για τους περισσότερους.  Δεν ήταν όμως μια απλή ζωή, όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος.  Υπάρχουν περισσότερα στη γεωργία και την κτηνοτροφία από ότι μαθαίνει κάποιος στα βιβλία και τα εγχειρίδια χρήσης των αυτόματων μηχανημάτων της λεγόμενης «βιομηχανικής εποχής».  Υπήρχε η βαθειά γνώση και η αγάπη για τα ζώα και τα δέντρα.  

Το πράσινο κυριαρχεί. Τραβηγμένη τον Ιούλιο του 2004

Είναι εκείνα τα μικρά μυστικά που μεταλαμπαδεύονται από τους παλιότερους στους νεότερους που έκαναν τη διαφορά.  Και όλο αυτό άξιζε οικονομικά καθώς οι τιμές δεν είχαν και αυτές «εκβιομηχανιστεί».   Η ποσότητα ήταν περιορισμένη, αλλά η ποιότητα καλή και κυρίως αγνή, ήταν αυτό που λέμε: ότι κατανάλωνε η οικογένεια, το ίδιο ακριβώς πουλούσε και για κατανάλωση προς τα έξω.  Σήμερα δεν είμαι και τόσο σίγουρος ούτε για την αγνή ποιότητα, ούτε για τις διατροφικές συνήθειες των βοοειδών και των αιγοπροβάτων και κυρίως ούτε για το αν αξίζει οικονομικά να γίνει κάποιος κτηνοτρόφος ή γεωργός.

12 Ιουλίου 2004. Καταπράσινο, αλλά εμφανής η παρέμβαση για την εκμετάλλευση του λιγοστού νερού.
 
Τι και αν η παγκόσμια κρίση επιτάσσει επιστροφή στο χωριό και τη φύση;  Τι βρήκαν εκείνοι που επέστρεψαν από την πόλη στο χωριό τους, όταν η πόλη δεν μπορούσε πια να τους θρέψει επειδή τα καταστήματα έκλεισαν και οι δουλειές μειώθηκαν;  Ερημιές και λόγγους  εκεί που είχαν τις ελιές τους, ήθελαν αρκετή δουλειά οι παραμελημένοι ελαιώνες. Για βοσκοτόπια, ούτε λόγος.  Πως να βρεις το κεφάλαιο για να αγοράσεις ζώα, που να τα στεγάσεις και πώς να τα συντηρήσεις.  Και για τι οικονομικό αντίτιμο;

Το τρίστρατο γεφύρι της Μαυροζούμαινας στολισμένο στο πράσινο. Ιούλιος 2004

Φαντάζει παλιά ταινία να βλέπεις τα κοπάδια των ζώων να διασχίζουν ή να πορεύονται δίπλα με τα αυτοκίνητα στην εξοχή.  Τώρα οι εκτροφείς, οι βιομηχανικοί εκτροφείς, τα έχουν περιορισμένα τον περισσότερο καιρό μέσα σε ελεγχόμενα στενά σύνορα και τα ταΐζουν κομποστοποιημένη τροφή, σπάνια δε και λίγο ξεραμένο χορτάρι ή σανό.  Όμως εκεί είναι τα περισσότερα χρήματα.  Λογιστικά, μειώνεις το κόστος ανατροφής και σίτισης και αυξάνεις την ποσότητα παραγωγής κρέατος ή γαλακτοκομικών, όχι της ποιότητας.  Άλλωστε εκείνοι που τα εκτρέφουν αγοράζουν σίγουρα από κάποιο δικό τους κτηνοτρόφο σε κάποιο χωριό της επαρχίας για την οικογένειά τους που θέλουν να έχει το καλύτερο.

Ο δρόμος προς τη Νερατζούλα. Ιούλιος 2004. Τώρα τα πλατάνια έχουν σχεδόν εξαφανιστεί.

Στα χωριά όμως δεν θα υπάρξει ποτέ πρόβλημα σε καμία  περίοδο κρίσης.  Είχε αναπτυχθεί το ανταλλακτικό σύστημα πολύ πριν εφευρεθεί η έννοια του χρήματος το οποίο εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται ακόμα και πριν μερικά χρόνια και ίσως να επανεμφανιστεί και στις μέρες μας.  Κατά τα πρότυπά του, μπορούσε κάποιος να δώσει τα περισσευούμενά του αυγά για να προμηθευτεί τις περισσευούμενες ντομάτες του γείτονα ή κάποια άλλη νοικοκυρά να δώσει το τυρί που έφτιαχνε για να προμηθευτεί τις πατάτες για το μεσημεριανό.  Επιπρόσθετα,  κρατούσαν και σπόρο από τα οπωροκηπευτικά τους, εξέτρεφαν αυγά για νέα κοτόπουλα, φύτευαν γροθάρια, ζύμωναν το ψωμί τους, κέντρωναν αγριλιές, έφτιαχναν το σαπούνι τους και γενικά χρησιμοποιούσαν ότι άλλο τους έδινε η φύση χωρίς να τη «βιάζουν».  Δεν θα περνούν τον καιρό τους λοιπόν, ανησυχώντας για τα διαγγέλματα πανικού και τους τρομο-φόρους μπροστά από το «κουτί».  Σε αντίθεση με εκείνους που εξαρτώνται αποκλειστικά από τα χρήματα που λαμβάνουν από την παροχή της εργασίας τους, εκείνοι δε θα πεινάσουν.

Η πλατεία με τις κρήνες. Αλόγιστη σπατάλη νερού, που δεν διαθέτει σε αφθονία το χωριό.